- ρεμπελεύω
- αμετ. вести праздную, разгульную жизнь; слоняться без дела; бездельничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεμπελεύω — Ν [ρέμπελος] 1. είμαι αργόσχολος, τεμπελιάζω 2. αλητεύω 3. γίνομαι ρέμπελος, επαναστατώ … Dictionary of Greek
ρεμπελεύω — εψα, είμαι ή γίνομαι ρέμπελος, αργόσχολος, ανυπόταχτος: Ο γιος του, αντίνα σπουδάζει, ρεμπέλευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία … Dictionary of Greek
ρεμπελιό — το, Ν 1. εξέγερση εναντίον μια αρχής, ανταρσία (α. «το ρεμπελιό τών ποπολάρων» λαϊκή εξέγερση τών κατοίκων τής Ζακύνθου κατά τών ευγενών το 1628 β. «το ρεμπελιό τής Σμύρνης» σφαγή που διενεργήθηκε το 1797 στη Σμύρνη από τους γενίτσαρους) 2.… … Dictionary of Greek